δευτερομιγής

δευτερομιγής
-ές
(για ζώα) αυτός που προήλθε από δεύτερη μίξη («δευτερομιγής ίππος» — αυτός που προέρχεται από τη μίξη ευγενούς και μιγάδας).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δευτερομιγείς μαρτυρείται το 1898 από τον Έλληνα, ψευδώνυμο του Βλ. Γαβριηλίδη, στην εφημερίδα Ακρόπολις].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • δεύτερος — η, ο και δεύτερος, δευτέρα, ο (AM δεύτερος, α, ον) Ι. 1. αυτός που φθάνει, έρχεται ή γίνεται αμέσως μετά τον πρώτο (σε διαδοχή χρόνου) (α. «τερμάτισε δεύτερος» β. «γεννήθηκε δεύτερος» γ. «δεύτερος αὖ προΐει ἔγχος» έσυρε δεύτερος το ξίφος) 2.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”