- δευτερομιγής
- -ές(για ζώα) αυτός που προήλθε από δεύτερη μίξη («δευτερομιγής ίππος» — αυτός που προέρχεται από τη μίξη ευγενούς και μιγάδας).[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. δευτερομιγείς μαρτυρείται το 1898 από τον Έλληνα, ψευδώνυμο του Βλ. Γαβριηλίδη, στην εφημερίδα Ακρόπολις].
Dictionary of Greek. 2013.